κατασκευάζων

κατασκευάζων
κατασκευάζω
equip
pres part act masc nom sg
κατασκευάζω
equip
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακατάσκευος — η, ο (Α ἀκατάσκευος, ον) [κατασκευή] ανεπιτήδευτος, απέριττος, απλός μσν. άμορφος, αυτός που δεν έχει λάβει την οριστική του μορφή, βλ. ακατασκεύαστος αρχ. 1. απλός, αστόλιστος, γυμνός «τὴν ἁπλήν τε καὶ ἀκατάσκευον... τῆς θείας γραφῆς διάνοιαν»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”